- μασόρα
- η1. η κριτική εργασία πάνω στο εβραϊκό πρωτότυπο κείμενο τής Παλαιάς Διαθήκης που ανέλαβαν και περάτωσαν μέχρι τον 9ο μ.Χ. αιώνα οι μασορίτες και που αναφέρεται στην αρίθμηση τών στίχων, τών λέξεων και τών γραμμάτων, στον φωνηεντισμό τού κειμένου κ.ά.2. το κείμενο τής ΠΔ τού οποίου κριτική έκδοση έκαναν οι μασορίτες, αλλ. μασοριτικό κείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. masora «παράδοση». Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ι. Ν. Βαλέτα].
Dictionary of Greek. 2013.